- χειρογάστωρ
- χειρο-γάστωρ, ορος, der seinen Bauch mit den Händen füllt, = einer der sich von seiner Hände Arbeit nährt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
χειρογάστωρ — one who fills his belly with his hands masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρογάστωρ — ορος, ὁ, Α 1. ο χειροβίωτος*, ο βιοπαλαιστής 2. (κατά τον Ησύχ,.) «χειρογάστορες, οἱ ἀπὸ τῶν χειρῶν γαστριζόμενοι καὶ τῇ γαστρὶ πορίζοντες». [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + γάστωρ (< γαστήρ «κοιλιά»), πρβλ. γλωσσο γάστωρ] … Dictionary of Greek
χειρογάστορας — χειρογάστωρ one who fills his belly with his hands masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρογάστορες — χειρογάστωρ one who fills his belly with his hands masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρογάστορι — χειρογάστωρ one who fills his belly with his hands masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρογάστορσι — χειρογάστωρ one who fills his belly with his hands masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρογάστορσιν — χειρογάστωρ one who fills his belly with his hands masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαστήρ — η (AM γαστήρ) 1. η κοιλιά, το μέρος τού σώματος που περιέχει τα σπλάχνα, ανάμεσα στον θώρακα και στους μηρούς 2. το στομάχι 3. φρ. α) «βόσκειν ἥν γαστέρα» να γεμίσει την κοιλιά του Όμ. β) «γαστέρες οἶον» μόνο κοιλιές, μόνο για φαΐ (Ησίοδ.) μσν.… … Dictionary of Greek